- προσθροώ
- -έω, Ακαλώ κάποιον με το όνομά του, προσφωνώ, προσαγορεύω.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + θροῶ «μιλώ με δυνατή φωνή, φωνάζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θροώ — (ΑΜ θροῶ, έω) θροΐζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρους. ΣΥΝΘ. αρχ. διαθροώ, εκθροώ, καταθροώ, προσθροώ] … Dictionary of Greek